Το Νησί ΛΗΜΝΟΣ
Ο Σοφοκλής παρουσιάζει το νησί της Λήμνου στους θεατές του έργου του “Φιλοκτήτης” σαν ένα ακατοίκητο και έρημο μέρος.
Η πρώτη σκηνή παρουσιάζει ένα μέρος από τη Β.Α παραλία της Λήμνου κοντά στο ακρωτήριο του Ερμαίου όρους.
Από την ακρογιαλιά υψώνεται απόκρημνος βράχος. Κάτω και αριστερά διακρίνεται μια πηγή και στο βάθος προβάλλει το ηφαίστειο Μόσυχλος.
Στη σκηνή μπαίνει ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος, φημισμένος και χιλιοτραγουδισμένος ήρωας της Ιλιάδας του Ομήρου, ακολουθούμενος από τον Νεοπτόλεμο και ένα ναύτη και λέει :
«Να, αυτό είναι της Λήμνου τ’ ακρογιάλι, που βρέχεται ολόγυρ’ από θάλασσα, απάτητο από ανθρώπινο ποδάρι κ’ έρημο».
Άσχετα όμως με την περιγραφή της Λήμνου από τον Σοφοκλή, στην πραγματικότητα, το νησί είναι μεγάλο και σύμφωνα με τη μυθολογία, είχε κατοίκους και βασιλιά. Τα ευρήματα των ανασκαφών επίσης μαρτυρούν ότι ήταν κατοικημένο 4 με 5 χιλιετηρίδες πριν από τον Τρωικό πόλεμο.
Η Λήμνος σήμερα είναι εύφορο νησί και είναι πολύ απίθανο το να ήταν κάποτε έρημο. Άλλα δραματικά έργα, βασιζόμενα στο μύθο του Φιλοκτήτη (Αισχύλος και Ευριπίδης) παρουσιάζουν το χορό απαρτιζόμενο από κατοίκους της Λήμνου. Επομένως είναι σαφές ότι οι συγγραφείς των έργων αυτών θεωρούσαν ότι η Λήμνος ήταν κατοικημένη στην εποχή του Φιλοκτήτη, πράγμα που αναμφίβολα το ήξερε και ο Σοφοκλής.
Για ποιο λόγο λοιπόν την περιγράφει ο Σοφοκλής σαν έρημη και ακατοίκητη; Διότι με την καινοτομία του αυτή, καθιστά περισσότερο οδυνηρή τη διαβίωση του Φιλοκτήτη και πολύ πιο τραγική τη μοίρα του, ενώ ο χορός των Ελλήνων ναυτών, προσδίνει μια λαμπρή νότα ρεαλισμού στο έργο.
Γεννημένος στο νησί της Λήμνου, από τα παιδικά μου χρόνια ήμουν μαγεμένος από το ωραίο τοπίο, τα χιλιόμετρα από χρυσές αμμουδιές, τις χαϊδεμένες από τα πεντακάθαρα νερά της θάλασσας και τον λαμπερό και καταγάλανο ουρανό.
Η ομορφιά του νησιού γέννησε μέσα μου την επιθυμία να προσπαθήσω να μάθω οτιδήποτε σχετικό με την ιστορία και του κατοίκους του.
Ο πατέρας μου, Λεωνίδας Ν. Γεροντούδης, (εκδότης εφημερίδας, συνταξιούχος τώρα πια, ιστορικός και λόγιος) εξέδωσε το πρωτότυπο βιβλίο «Η Νήσος Λήμνος», στην Ελληνική, το 1971. Είχε αρχίσει την έρευνα και τη συλλογή πληροφοριών για το βιβλίο του το 1920.
Το 1981, οι γονείς μου μας επισκέφθηκαν στο Johannesburg, της Νοτίου Αφρικής. Λίγο πριν αναχωρήσουν για την Ελλάδα, ο πατέρας μου με παρακάλεσε να προσπαθήσω να κάνω μια περίληψη της ιστορίας του νησιού από το βιβλίο του και αφού το μεταφράσω στην Αγγλική, να το εκδώσω κυρίως προς χρήση των Λημνίων του εξωτερικού και των αλλοδαπών που επισκέπτονται τη Λήμνο.
Αν και εγνώριζα ότι ο πατέρας μου είχε ερευνήσει το θέμα με μεγάλη προσοχή επί πενήντα σχεδόν χρόνια, πριν εκδώσει το βιβλίο του, κατάλαβα ότι ο κάθε ιστορικός εκλέγει τα ιστορικά γεγονότα που εκείνος νομίζει ότι είναι πιο αξιοσημείωτα από την ύλη που έχει στη διάθεσή του.
Η εκλογή του μπορεί να μη συμπέσει εντελώς με την εκλογή άλλων ιστορικών. Ενδέχεται η εκλογή του να διαφέρει από ιστορίες που γράφηκαν σε προηγούμενες γενεές, από ιστορικούς που είδαν τα πράγματα από διαφορετική πλευρά. Επίσης η εκλογή μπορεί να αλλάζει κάθε φορά που καινούρια ύλη βλέπει το φως της δημοσιότητας .
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, η νέα επιστήμη της αρχαιολογίας, αν και ακόμη βρίσκεται στα αρχικά στάδια, έχει κάνει μια σειρά δραματικών ανακαλύψεων, χρησιμοποιώντας νέες τεχνικές μεθόδους.
Η ιστορία μας παρέχει γνώση και πείρα και μας βοηθάει να εννοήσουμε τους εαυτούς μας και τους άλλους επομένως έχει σχέση με το δικό μας παρόν και μέλλον.
Για τους ανωτέρους λόγους, και από μεγάλο προσωπικό ενδιαφέρον για το νησί και τους κατοίκους της Λήμνου, αποφάσισα, πριν από την έκδοση της μετάφρασης της περίληψης της ιστορίας της Λήμνου από το βιβλίο του πατέρα μου, να προβώ και ο ίδιος σε έρευνα, ώστε να μην παραλείψω τυχόν νέα στοιχεία ή ιστορικά γεγονότα.
Αμέσως μόλις άρχισα την έρευνα, η διαπίστωση ότι, όσο κανείς διαβάζει και ασχολείται με την Ελληνική μυθολογία, ιστορία, φιλολογία, θέατρο, φιλοσοφία και άλλα μορφωτικά και πολιτιστικά θέματα, τόσο θέλει να διαβάζει περισσότερο, με ενθάρρυνε να συνεχίσω.
Η μεγαλύτερη δυσκολία που συνάντησα κατά τη διάρκεια της έρευνας για το βιβλίο τούτο, ήταν να ξεχωρίσω τα ιστορικά γεγονότα από τους μύθους. Για το λόγο αυτό, το κεφάλαιο με τίτλο «Μυθολογία και Προϊστορία» έχει γραφεί με βάση το «Μια φορά κι έναν καιρό…», δηλαδή ο αναγνώστης είναι ελεύθερος να κρίνει και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ο καθηγητής Michael Grand, χωρίς να είναι Έλληνας, με παρακίνησε να ερευνήσω και να γράψω αυτό το βιβλίο. Στο βιβλίο του «Ανθολογία Ελληνικής Φιλολογίας» γράφει :
«Εάν θέλουμε να δούμε τους εαυτούς μας από μια άλλη πλευρά, να εννοήσουμε τις δύσκολες περιστάσεις που μας παρουσιάζονται και τις πιθανότητες εξεύρεσης λύσεων, τότε πρέπει να προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με κάποια άλλη διαφορετική κοινωνία, κατά προτίμηση από τελείως διαφορετική εποχή και τόπο. Μόνο τότε θα μπορέσουμε να οπλίσουμε τους εαυτούς μας με αρκετή αντικειμενικότητα, ώστε να αντιμετωπίσουμε τα δικά μας προβλήματα και τις απαιτήσεις της σημερινής κοινωνίας.
Οι Αρχαίοι Έλληνες αποτελούν ιδανικό στόχο για μια τέτοια σύγκριση και υπάρχει το πλεονέκτημα ότι αυτά που έγραψαν είναι πάρα πολύ διασκεδαστικά…
Μόνο σαρανταπέντε θεατρικά έργα έχουν σωθεί από χιλιάδες, μόνο έξι έπη από εικοσάδες…ακόμα και αυτό το μικρό ποσοστό από το σύνολο που γράφτηκαν, αποτελεί την μεγαλύτερη ποσότητα υπέροχης ποικίλης ύλης που οποιαδήποτε φιλολογία παρουσίασε ποτέ ανά τον κόσμον…Οι δυόμιση χιλιετηρίδες που μεσολάβησαν δεν προξένησαν καμιά διαφορά στη σπουδαιότητα αυτής της συνεισφοράς…
Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τις ημέρες της Αρχαίας Ελλάδας, μάλλον δυνάμωσε παρά αδυνάτισε την επίδραση που οι συγγραφείς της εξασκούν στο δικό μας τρόπο σκέψεως…είναι πάντα ευχάριστο να σε ενθαρρύνουν, να σε παρακινούν και να σε ενθουσιάζουν και υπεράνω όλων αυτό είναι που κάποιος αποκομίζει από τους Έλληνες…
Το μήνυμα είναι ότι τίποτα δεν θα επιτύχει αν δεν ληφθούν τα κατάλληλα επίπονα μέτρα, ώστε να είμαστε σίγουροι ότι θα επιτύχει…Από πάρα πολλά φιλολογικά έργα πηγάζει το επί πλέον μήνυμα ότι αυτά τα μέτρα είναι δυνατόν να ληφθούν.
Τα ανθρώπινα όντα είναι ικανά να λάβουν τα μέτρα αυτά και υπεράνω όλων, οι Έλληνες ήταν ικανοί να λάβουν αυτά τα μέτρα και το γνώριζαν…Οι Έλληνες ξεπέρασαν τους άλλους λαούς με την πεποίθηση ότι ο άνδρας ή η γυναίκα μπορεί να αναδειχθεί και να φθάσει σε μεγάλα ύψη, ώστε να προοδεύσει σε οποιαδήποτε περίσταση, και να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε κατάσταση με ανωτερότητα και επιτυχία…Η φιλολογία τους είναι μοναδική, όσον αφορά τον Δυτικό κόσμο, διότι ήλθε πρώτη».
Ελπίζω ότι οι αναγνώστες θα αισθανθούν την ίδια ικανοποίηση από την ανάγνωση του βιβλίου, που αισθάνθηκα εγώ από την έρευνα και τη συγγραφή του.
Χριστόφορος Λ. Γεροντούδης,
Johannesburg, Απρίλιος 1990